ευκαταφρόνητος

ευκαταφρόνητος
η , ο [ος , ον ]
1) незначительный, ничтожный; ничтожно малый;

ευκαταφρόνητοςο ποσό χρημάτων — незначительная сумма денег;

περιουσία ουχί ευκαταφρόνητος — немалое состояние;

2) презрённый, достойный презрения;
маловажный;

πρότασις ουχί ευκαταφρόνητος — предложение заслуживающее внимания


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "ευκαταφρόνητος" в других словарях:

  • εὐκαταφρόνητος — easy to be despised masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευκαταφρόνητος — η, ο (ΑΜ εὐκαταφρόνητος, ον) ο άξιος καταφρονήσεως, ο μη υπολογίσιμος, ο ασήμαντος («μηδ ὑφ ἑνὸς εὐκαταφρόνητος εἶναι», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κατα φρονητος (< κατα φρονώ), πρβλ. αξιο κατα φρόνητος, δειλο κατα φρόνητος] …   Dictionary of Greek

  • ευκαταφρόνητος — η, ο αυτός που είναι άξιος καταφρόνιας, που δεν υπολογίζεται, ασήμαντος: Δεν είναι ευκαταφρόνητο το ποσό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εὐκαταφρονητότερον — εὐκαταφρόνητος easy to be despised adverbial comp εὐκαταφρόνητος easy to be despised masc acc comp sg εὐκαταφρόνητος easy to be despised neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐκαταφρονήτως — εὐκαταφρόνητος easy to be despised adverbial εὐκαταφρόνητος easy to be despised masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐκαταφρόνητον — εὐκαταφρόνητος easy to be despised masc/fem acc sg εὐκαταφρόνητος easy to be despised neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐκαταφρονητότεροι — εὐκαταφρόνητος easy to be despised masc nom/voc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐκαταφρονήτοις — εὐκαταφρόνητος easy to be despised masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐκαταφρονήτου — εὐκαταφρόνητος easy to be despised masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐκαταφρονήτους — εὐκαταφρόνητος easy to be despised masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐκαταφρονήτων — εὐκαταφρόνητος easy to be despised masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»